Γράφει η LizArt
Ήταν αρχές της δεκαετίας του ΄80. Μια τετραμελής οικογένεια είχε μόλις στριμωχτεί σε ένα δυαράκι των Κάτω Πατησίων. Μπαμπάς ηλεκτροσυγκολητής από τα 18 του, μαμά νοικοκυρά από κούνια και δυο παιδάκια, το ένα πήγαινε...... στην 1η δημοτικού το άλλο μόλις που είχε χρονίσει. Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν στα ντουζένια της, στα κέφια της, το ζιβάγκο είχε ανεβεί στην εξουσία κι όλοι περίμεναν να δουν καλύτερες μέρες.
Μια μέρα όμως ο μπαμπάς ηλεκτροσυγκολητής γύρισε σπίτι με τα χειρότερα νέα που θα μπορούσε να φέρει. Ο ιδιοκτήτης των ναυπηγείων στα οποία δούλευε «βάρεσε κανόνι» σε μια νύχτα, πήρε όσα λεφτά μπόρεσε να φορτώσει στις βαλίτσες του κι εξαφανίστηκε, αφήνοντας δεκάδες οικογένειες στην τύχη τους. «Και τώρα?», ήταν η ερώτηση που πλανήθηκε στο μικρό δυαράκι. Το σπίτι νοικιάρικο, το παιδί στο σχολείο, τα έξοδα έτρεχαν.
Ένα πρωι τα παιδάκια ξύπνησαν κι είδαν μπροστά τους ένα άγνωστο ζευγάρι. «Είναι οι αγοραστές», είπε ο ιδιοκτήτης που είχε αποφασίσει να πουλήσει το δυαράκι. Πανικός, το ταμείο ανεργίας δεν έφτανε καλά καλά για τα βασικά, οι οικονομίες στην «άκρη» λίγες. Ευτυχώς που βρέθηκε το προικώο χωράφι της μαμάς και το «σώσανε» το δυαράκι. Ένα δάνειο της Εργατικής Κατοικίας και το χωραφάκι της μαμάς εξασφάλισε τουλάχιστον ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους.
Ο μπαμπάς κάθε μέρα «κατέβαινε» στη ναυπηγοκατασκευαστική ζώνη του Περάματος μήπως κι έβρισκε δουλειά. Τίποτα, δύσκολα τα πράγματα. Έπρεπε να κάνουν υπομονή. Μια μέρα, το μεγάλο παιδάκι πήγε επίσκεψη στη θεία του, μαζί με τη μαμά του. Η θεία είχε μακαρόνια με κιμά, εκείνο το ζήλεψε, αλλά όταν το ρώτησαν αν ήθελε να φάει είπε «όχι, δεν πεινάω». Φεύγοντας από το σπίτι της θείας είπε στη μαμά του: «Μαμά, όταν ο μπαμπάς βρει δουλειά θα μας φτιάξεις κι εμάς μακαρόνια με κιμά?». Η μαμά συγκλονίστηκε κι έκανε ότι ήταν δυνατό να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
Οι αγώνες των ηλεκτροσυγκολητών των ναυπηγείων του «κυρίου» που αποφάσισε να πετάξει δεκάδες οικογένειες στο δρόμο είχαν αρχίσει. Μια μέρα αποφασίστηκε να πάνε όλοι μαζί στο Καστρί, να δουν τον πρόεδρο που είχε παρέμβει στην υπόθεσή τους. Ο Ανδρέας βγήκε στο δρόμο και τους διαβεβαίωσε: «Μην ανησυχείτε, τα Χριστούγεννα θα τα περάσετε με τις οικογένειές σας και με λυμένο το θέμα σας».
Εκείνα τα Χριστούγεννα, η δασκάλα μου της πρώτης Δημοτικού, η κυρία Τζένη, μου επέστρεψε τις 50 δραχμές που έδωσα για το δώρο που μαζεύαμε σε κάθε γιορτή την καθαρίστρια του σχολείου. «Εσείς δεν έπρεπε να δώσετε», είπε στη μαμά μου όταν ήρθε να με πάρει.
Σ’ ευχαριστώ ΠΑ.ΣΟ.Κ. που με έκανες να σε σιχαθώ από τα 5 μου χρόνια!
